- τραγαλιζω
- τραγαλίζωτρᾰγᾰλίζωпожирать Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τραγαλίζω — Α τρώω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν) με υγρό ένθημα αλ (πρβλ. τρωγ άλ ιον)] … Dictionary of Greek
τραγαλίζοντα — τραγαλίζω pres part act neut nom/voc/acc pl τραγαλίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγαλιζομένους — τραγαλίζω pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγαλίζειν — τραγαλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστραγάλιζον — εἰσ τραγαλίζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) εἰσ τραγαλίζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγαλισμός — ὁ, Μ [τραγαλίζω] αἶκλον* … Dictionary of Greek